- ὄγκιον
- ὄγκιον or [full] ὀγκίον, τό, (A
ὄγκος A.
I) case or casket for arrows and other implements,ὄγκιον, ἔνθα σίδηρος κεῖτο πολὺς καὶ χαλκός Od.21.61
, cf. Hermipp.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄγκος A.
I) case or casket for arrows and other implements,ὄγκιον, ἔνθα σίδηρος κεῖτο πολὺς καὶ χαλκός Od.21.61
, cf. Hermipp.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
όγκιον — ὄγκιον ή ὀγκίον, τὸ (Α) θήκη ή κιβώτιο όπου φυλάγονταν οι ακίδες τών βελών και διάφορα σιδερένια εργαλεία («ὄγκιον, ἔνθα σίδηρος κεῑτο πολὺς καὶ χαλκός», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φαίνεται ότι συνδέεται περισσότερο με το ὄγκος* (Ι) παρά με το ὄγκος … Dictionary of Greek
ὀγκίον — ὄγκιον case neut nom/voc/acc sg ὀγκίον case neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄγκιον — case neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄγκιον — Ὄγκιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκία — ὄγκιον case neut nom/voc/acc pl ὀγκίον case neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκίου — ὄγκιον case neut gen sg ὀγκίον case neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκίων — ὄγκιον case neut gen pl ὀγκίον case neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκίῳ — ὄγκιον case neut dat sg ὀγκίον case neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Драхма (Древняя Греция) — У этого термина существуют и другие значения, см. Драхма … Википедия